- ροκανιστής
- ο, θηλ. ροκανίστρα και ρουκανίστρα, Ν [ροκανίζω]1. ειδικός τεχνίτης για το ροκάνισμα, για το πλάνισμα τών ξύλων2. το θηλ. ειδικό ξυλουργικό εργαλείο για τη λείανση επιφανειών ξύλου, η πλάνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ροκανίστρα — και ρουκανίστρα, η, Ν βλ. ροκανιστής … Dictionary of Greek
ρυκανίστρα — η, Ν βλ. ροκανιστής … Dictionary of Greek
ρυκανιστής — ο, Ν βλ. ροκανιστής … Dictionary of Greek